Ο Παυσανίας, Σπαρτιάτης στρατηγός και ναύαρχος, έζησε τον 5ο π.Χ. αιώνα και ήταν γιος του Κλεόμβροτου κι ανιψιός του Λεωνίδα, του ήρωα των Θερμοπυλών.
Απόκτησε μεγάλη φήμη και δόξα ζηλευτή ανάμεσα στους Έλληνες, καθώς το 479 π.Χ., κάτω απ' τις δικές του διαταγές, τα ελληνικά στρατεύματα νίκησαν στις Πλαταιές το στρατό του Μαρδόνιου.
Η νίκη των Πλαταιών μεγάλωσε τις φιλοδοξίες του και έπεισε τους Σπαρτιάτες να του αναθέσουν την αρχηγία του στόλου στην εκστρατεία που θα έκαναν για την ανάκτηση των νησιών του Αιγαίου, των στενών του Ελλήσποντου, της Σηστού και του Βυζαντίου, απ' τους Πέρσες.
Καταλαμβάνοντας τις πόλεις της Θράκης, που είχαν πάρει στα χέρια τους οι Πέρσες, έμεινε κατάπληκτος μπροστά στα αμύθητα πλούτη των βαρβάρων αρχηγών και θαμπώθηκε απ' την πολυτελέστατη ζωή που έκαναν. Έτσι, ο λιτοδίαιτος Σπαρτιάτης, που είχε ανατραφεί στη σκληρή και γεμάτη στερήσεις ζωή του στρατοπέδου, έδωσε στον εαυτό του την άδεια να ντύνεται πλούσια και να ζει με πολυτέλεια.
Αλλά η ανάθεση της αρχηγίας του ελληνικού στόλου στον Αριστείδη και τον Κίμωνα ανέτρεψε τα σχέδιά του και έγινε αφορμή για να τον κατηγορήσουν ότι πρόδωσε τις αρχές της Σπάρτης κι έκανε προσπάθεια να συνεννοηθεί με τους Πέρσες, για να παραδώσει την Ελλάδα και να τον αναγνωρίσουν σατράπη τους.
Εξαναγκάστηκε να επιστρέψει στη Σπάρτη και οδηγήθηκε σε δίκη στην οποία αρχικά κατόρθωσε ν' αθωωθεί, υποστηρίζοντας πως οι συνεννοήσεις του με τον Ξέρξη ήταν πολεμικοί ελιγμοί. Όμως οι κατήγοροί του παρουσίασαν ενοχοποιητικό γράμμα, που είχε στείλει στον Πέρση σατράπη Αρτάβαζο.
Καταδικασμένος τελικά σε θάνατο, ο άλλοτε νικητής των Πλαταιών, κατάφυγε ικέτης στο ιερό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, όπου μη μπορώντας οι συμπολίτες του να τον συλλάβουν, αφού έχτισαν την έξοδο του ναού, άνοιξαν τη στέγη και τον άφησαν να πεθάνει το 468π.Χ. απ' το κρύο και την πείνα.
Λέγεται ότι την πρώτη πέτρα για να χτίσουν την πόρτα την έβαλε η μητέρα του, η Θεανώ, που, μη θέλοντας να έχει γιο προδότη, πήρε μέρος στην τιμωρία.
ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ -ΘΟΥΚYΔΙΔΗΣ-
[1.134.1] ἀκούσαντες δὲ ἀκριβῶς
τότε μὲν ἀπῆλθον οἱ ἔφοροι, βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ
πόλει τὴν ξύλληψιν ἐποιοῦντο. λέγεται δ’ αὐτὸν μέλλοντα
ξυλληφθήσεσθαι ἐν τῇ ὁδῷ, ἑνὸς μὲν τῶν ἐφόρων τὸ πρόσ-
ωπον προσιόντος ὡς εἶδε, γνῶναι ἐφ’ ᾧ ἐχώρει, ἄλλου δὲ
νεύματι ἀφανεῖ χρησαμένου καὶ δηλώσαντος εὐνοίᾳ πρὸς τὸ
ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι δρόμῳ καὶ προκαταφυγεῖν·
ἦν δ’ ἐγγὺς τὸ τέμενος. καὶ ἐς οἴκημα οὐ μέγα ὃ ἦν τοῦ
ἱεροῦ ἐσελθών, ἵνα μὴ ὑπαίθριος ταλαιπωροίη, ἡσύχαζεν.
[1.134.2] οἱ δὲ τὸ παραυτίκα μὲν ὑστέρησαν τῇ διώξει, μετὰ δὲ τοῦτο
τοῦ τε οἰκήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον καὶ τὰς θύρας ἔνδον
ὄντα τηρήσαντες αὐτὸν καὶ ἀπολαβόντες ἔσω ἀπῳκοδόμησαν,
προσκαθεζόμενοί τε ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ. [1.134.3] καὶ μέλλοντος
αὐτοῦ ἀποψύχειν ὥσπερ εἶχεν ἐν τῷ οἰκήματι, αἰσθόμενοι
ἐξάγουσιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἔτι ἔμπνουν ὄντα, καὶ ἐξαχθεὶς
ἀπέθανε παραχρῆμα. [1.134.4] καὶ αὐτὸν ἐμέλλησαν μὲν ἐς τὸν
Καιάδαν [οὗπερ τοὺς κακούργους] ἐσβάλλειν· ἔπειτα ἔδοξε
πλησίον που κατορύξαι. ὁ δὲ θεὸς ὁ ἐν Δελφοῖς τόν τε
τάφον ὕστερον ἔχρησε τοῖς Λακεδαιμονίοις μετενεγκεῖν
οὗπερ ἀπέθανε (καὶ νῦν κεῖται ἐν τῷ προτεμενίσματι, ὃ
γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι) καὶ ὡς ἄγος αὐτοῖς ὂν τὸ πεπραγ-
μένον δύο σώματα ἀνθ’ ἑνὸς τῇ Χαλκιοίκῳ ἀποδοῦναι. οἱ
δὲ ποιησάμενοι χαλκοῦς ἀνδριάντας δύο ὡς ἀντὶ Παυσανίου
ἀνέθεσαν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
[1.134.1] Οι έφοροι, αφού ήκουσαν ακριβώς τα λεχθέντα, ανεχώρησαν, χωρίς να προβούν αμέσως εις καμμίαν ενέργειαν. Έχοντες όμως ήδη βεβαίας αποδείξεις, έλαβαν τα μέτρα των δια να τον συλλάβουν εντός της πόλεως. Λέγεται άλλως τε ότι κατά την στιγμήν που έμελλε να συλληφθή καθ' όδόν, ευθύς ως είδε το πρόσωπον ενός από τους εφόρους, ο οποίος επλησίαζεν, εννόησε τον σκοπόν της προσεγγίσεώς του, και επειδή άλλος έφορος, λόγω ευνοίας προς αυτόν, τον ειδοποίησε δια μυστικού νεύματος, έσπευσε δρομαίως προς τον ναόν της Χαλκιοίκου Αθηνάς, και επρόφθασε να καταφύγη εκεί, καθ' όσον ο ιερός περίβολος ήτο πλησίον. Και αφού εισήλθεν εις μικρόν οίκημα ανήκον εις τον περίβολον αυτόν, δια να μη υποφέρη εκτεθειμένος εις το ύπαιθρον, έμενεν εκεί ήσυχος. [1.134.2] Οι έφοροι, εν τούτοις, οι οποίοι τον κατεδίωκαν, αφού δεν τον επρόλαβαν αμέσως τότε, πριν εισέλθη εις τον ιερόν χώρον, αφήρεσαν ακολούθως την στέγην του οικήματος, και επωφεληθέντες την στιγμήν που ευρίσκετο εντός αυτού τον απέκλεισαν, αποφράξαντες τας θύρας με τοίχον, και στήσαντες εμπρός εις το οίκημα φρουράν, επεδίωξαν να τον αναγκάσουν δια της πείνης να παραδοθή. [1.134.3] Αλλ' ενώ έμελλεν από στιγμής εις στιγμήν να εκπνεύση, αντελήφθησαν την κατάστασίν του και τον έβγαλαν από τον ιερόν περίβολον, ενώ εισέτι ανέπνεεν. Αλλά μόλις τον έβγαλαν, απέθανεν αμέσως. [1.134.4] Και κατ' αρχάς μεν εσχεδίασαν να τον ρίψουν εις τον Καιάδαν, όπου ρίπτουν τους κακούργους. Έπειτα όμως μετέβαλαν γνώμην και τον έθαψαν εκεί πλησίον. Αλλ' ο χρησμός του μαντείου των Δελφών παρήγγειλεν ακολούθως εις τους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφον εις το μέρος όπου απέθανε ―και σήμερον κείται πράγματι έμπροσθεν του ιερού χώρου, όπως μαρτυρεί επιστήλιος επιγραφή― και επειδή τα γενόμενα αποτελούν δι' αυτούς ανοσιούργημα, ν' αποδώσουν εις την Χαλκίοικον δύο σώματα αντί ενός, οι δε Λακεδαιμόνιοι εφρόντισαν να κατασκευάσουν δύο χαλκούς ανδριάντας του Παυσανίου, τους οποίους αφιέρωσαν εις την θεάν, ως εξαγνισμόν του θανάτου του.
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.
[1.131.1] Όταν τα κατάλαβαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, τον κάλεσαν πίσω, και την πρώτη φορά γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους, κι όταν τη δεύτερη φορά ξεκίνησε με το Ερμειονικό καράβι χωρίς τη διαταγή τους ήτανε φανερό πως κάνει κάτι τέτοιο, κι όταν αναγκάστηκε από την πολιορκία των Αθηναίων να βγει από το Βυζάντιο, δεν εγύρισε πίσω στη Σπάρτη, αλλά εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας κ' έφταναν ειδήσεις πως συνεννοείται με βαρβάρους και δε μένει εκεί για καλό, τότε πια δεν κρατήθηκαν οι έφοροι, αλλά έστειλαν κήρυκα μ' επίσημη έγγραφη διαταγή με σκυτάλη και τον πρόσταζαν ν' ακολουθήσει κατά πόδι τον κήρυκα ειδ' αλλιώς οι Σπαρτιάτες τον προειδοποιούν πως θα του κάνουν πόλεμο. [1.131.2] Αυτός λοιπόν επειδή δεν ήθελε για κανένα λόγο να τους κάνει να υποψιαστούν, και πιστεύοντας πως μπορούσε με χρήματα να εξουδετερώσει τις κατηγόριες ενάντιά του, ξεκίνησε για δεύτερη φορά γυρίζοντας στη Σπάρτη. Και πρώτα φυλακίστηκε από τους εφόρους, (γιατί έχουν οι έφοροι το δικαίωμα να φυλακίζουν και το βασιλιά ακόμα), έπειτα όμως με διάφορα διαβήματα τα κατάφερε να βγει από τη φυλακή κ' έθεσε τον εαυτό του στην κρίση οποιανού ήθελε να εξακριβώσει τα όσα έκανε.
[1.132.1] Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν κανένα καθαρό τεκμήριο, ούτε όσοι τον μισούσαν, ούτε η πολιτεία γενικά, όπου μπορούσαν να στηριχτούν και να τιμωρήσουν έναν άντρα από βασιλικό γένος, και που είχε τη στιγμή εκείνη μεγάλο αξίωμα (γιατί ήταν επίτροπος του Πλειστάρχου, του γιου του Λεωνίδα, που ήταν ακόμη ανήλικος και τον είχε ξάδερφο). [1.132.2] Αλλά τους γεννούσε πολλές υποψίες επειδή είχε φύγει παράνομα, και μιμούνταν τους τρόπους των βαρβάρων, και δεν καταδεχόταν να είναι ίσος με τους άλλους· κι αναθυμούνταν και τ' άλλα του τα φερσίματα, πως ο τρόπος της ζωής του ήταν διαφορετικός από τα καθιερωμένα συνήθια, και πως στον τρίποδα που είχαν αναθέσει οι Έλληνες στους Δελφούς από τα πιο ωραία και πολύτιμα λάφυρα των Μήδων το είχε πάρει απάνω του να επιγράψει από δική του πρωτοβουλία το ακόλουθο επίγραμμα:
Ο αρχηγός των Ελλήνων Παυσανίας, που κατάστρεψε
των Μήδων το στρατό, στο Φοίβο αφιερώνει τούτο–δω.
[1.132.3] Το επίγραμμα το έσβησαν αμέσως τότε οι Λακεδαιμόνιοι από τον τρίποδα, κ' έγραψαν μια–μια με τ' όνομά τους τις πολιτείες που είχανε μαζί καταλύσει την εξουσία των βαρβάρων, κι αφιέρωσαν το μνημείο. Η πράξη του Παυσανία τούς είχε φανεί και τότε αδίκημα, και τώρα που είχε φτάσει σ' εκείνη τη θέση, έμοιαζε περισσότερο σα να είχε γίνει ταιριαστά με τις τωρινές του διαθέσεις. [1.132.4] Πληροφορήθηκαν ακόμα και μιαν άλλη του ενέργεια, σχετικά με τους είλωτες, την εξής: τους είχε δηλαδή τάξει να τους ελευτερώσει και να τους κάνει ισότιμους πολίτες αν επαναστατήσουνε μαζί του και συνεργαστούνε σ' όλη την υπόθεση. [1.132.5] Όμως ούτε κ' έτσι ακόμα, και μη θέλοντας να πιστέψουν μερικούς είλωτες, που είχαν γυρίσει μάρτυρες κατηγορίας, δεν το θεώρησαν σωστό να του επιβάλουνε βίαιη ποινή, ακολουθώντας τον τρόπο που συνειθίζουν να φέρνονται προς τους δικούς τους, να μην αποφασίζουν τίποτα άπρεπο για πολίτη της Σπάρτης χωρίς αναμφισβήτητη απόδειξη, ως τη στιγμή, που, καθώς λένε, έγινε μηνυτής του εκείνος που επρόκειτο να μεταφέρει τα τελευταία του γράμματα για το βασιλιά των Περσών προς τον Αρτάβαζο, κάποιος Αργίλιος, που ήταν κάποτε ερωμένος του Παυσανία και πολύ πιστός του φίλος, που φοβήθηκε γιατί έξαφνα του ήρθε στο νου πως κανείς, από τους προτήτερους ταχυδρόμους δεν είχε ξαναγυρίσει· και φτιάνοντας άλλη σφραγίδα, έτσι ώστε, αν είχε κάνει λάθος στην ιδέα του, ή αν εκείνος ζητούσε ν' αλλάξει κάτι στη γραφή του, να μην το καταλάβει, ανοίγει τα γράμματα όπου είχε υποψιαστεί πως δίνονταν κάποια πρόσθετη παραγγελία γι' αυτόν, και βρίσκει γραμμένο πως έπρεπε να τον σκοτώσουν κι αυτόν τον ίδιο. [1.133.1] Τότε, όταν αυτός τους έδειξε τα γράμματα, πίστεψαν οι έφοροι περισσότερο, θέλοντας όμως ν' ακούσουνε με τ' αυτιά τους τον Παυσανία να λέει κάτι ενοχοποιητικό, κατέστρωσαν σχέδιο με τον Αργίλιο και πήγε αυτός στο Ταίναρο σαν ικέτης κ' έστησε μια καλύβα με διπλό χώρισμα, όπου έκρυψε μερικούς από τους εφόρους· κι όταν πήγε ο Παυσανίας και τον ερώτησε γιατί έγινε ικέτης, τότε τα έμαθαν όλα καθαρά, γιατί ο άνθρωπος παραπονέθηκε για όσα είχε γράψει γι' αυτόν, και φανέρωσε πολλές άλλες λεπτομέρειες, λέγοντας πως δεν τον ξεχώρισε καθόλου για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει σχετικά με το βασιλιά, αλλά τον είχε βάλει σε ίση μοίρα με τους άλλους υποταχτικούς του, να πεθάνει· και κείνος τα ομολογούσε όλα μαζί του και τον παρακαλούσε να μη θυμώσει γι' αυτό αλλά να κοιτάξει τη δουλειά του, και του 'δινε εγγυήσεις πως δε θα πάθει τίποτα αν σηκωθεί από το ιερό, και τον εβίαζε να ξεκινήσει μιαν ώρα αρχήτερα και να μη γίνει εμπόδιο στις ενέργειές του.
[1.134.1] Αφού τ' άκουσαν οι έφοροι καταλεπτώς, έφυγαν μεν εκείνη τη στιγμή, ξέροντας όμως τα πράματα σίγουρα, πήγαιναν να τον πιάσουν μέσα στην πολιτεία. Λένε λοιπόν πως όταν ήτανε να τον συλλάβουνε στο δρόμο, καθώς είδε το πρόσωπο ενός εφόρου που τον πλησίαζε, κατάλαβε γιατί ερχόταν, κ' ένας άλλος του 'κανε κρυφό νόημα και του φανέρωσε το σκοπό από συμπάθεια, έτρεξε στο ιερό άλσος της Χαλκιοίκου και κατέφυγε μέσα· γιατί ήταν κοντά το τέμενος, και μπαίνοντας σ' ένα μικρό χτήριο που ανήκε στο ιερό, για να μην κακοπαθαίνει στο ύπαιθρο, κάθησε χωρίς να κάνει άλλο. [1.134.2] Κι αυτοί στην αρχή καθυστέρησαν την καταδίωξη, αργότερα όμως έβγαλαν τη στέγη του χτηρίου και ενώ αυτός ήταν μέσα φρουρώντας τις θύρες, τις έβγαλαν και τις έχτισαν απ' έξω και περιμένοντας απ' έξω, τον κατέβαλαν από την πείνα, πολιορκώντας τον. [1.134.3] Κι όταν ήταν πια να ξεψυχήσει εκεί που βρισκόταν, το κατάλαβαν και τον έβγαλαν από το ιερό, ενώ είχε ακόμα πνοή· και μόλις τον έβγαλαν πέθανε αμέσως. [1.134.4] Και δίστασαν να τον ρίξουνε στον Καιάδα, οπού πετούν τους κακούργους, αλλ' αποφάσισαν να σκάψουν λάκκο εκεί κοντά. Ο Δελφικός θεός όμως έβγαλε χρησμό να μεταφέρουν τον τάφο του στον τόπο που πέθανε (και σήμερα ακόμα κείτεται στην είσοδο του ιερού άλσους, κ' ένα μνημείο το φανερώνει με την επιγραφή του). Και σαν να μην ήταν άγος αυτό που έπραξαν πρόσταζε ο θεός ν' ανταποδώσουνε στη Χαλκίοικο δυο σώματα αντί για το ένα το δικό του. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι έφτιασαν δυο χάλκινα αγάλματα, που τ' αφιέρωσαν σα δυο ανθρώπους γι' αντάλλαγμα του Παυσανία.
...
Ένας από τους Αιγινήτες πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη των Πλαταιών, και ονομαζόταν Λάμπων, όταν είδε το νεκρό Μαρδόνιο, είπε στον Παυσανία :
-Πήρατε μεγάλη εκδίκηση εσείς οι Σπαρτιάτες σήμερα για το θάνατο του βασιλιά σας και των 300 πολεμιστών σας. Αλλά, σου μένει ακόμη να κάνεις κάτι άλλο για να εκδικηθείς την ατίμωση του Λεωνίδα. Να κόψεις το κεφάλι του Μαρδόνιου και να το στήσεις πάνω σε ένα κοντάρι όπως έκανε και εκείνος με το κεφάλι του νεκρού βασιλιά σας.
- Σε ευχαριστώ για τη συμβουλή σου Αιγινήτη, του απάντησε ο Παυσανίας. Ξέχασες όμως ότι τέτοιες πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να σέβονται τους νεκρούς έστω και αν είναι οι χειρότεροι και πιο μισητοί εχθροί! ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ 510 π.Χ. – 470 π.Χ.
----
27 Αυγούστου 479 π.Χ. Η Μάχη στις Πλαταιές
(...)
Ένας από τους Αιγινήτες πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη των Πλαταιών και ονομαζόταν Λάμπων, όταν είδε νεκρό το Μαρδόνιο, είπε στον Παυσανία:
- Πήρατε μεγάλη εκδίκηση εσείς οι Σπαρτιάτες σήμερα, για το θάνατο του βασιλιά σας και των τριακοσίων πολεμιστών σας στις Θερμοπύλες. Τ’ όνομά σου γι’ αυτό το κατόρθωμα θα μείνει αθάνατο στην ιστορία. Αλλά, σου μένει ακόμη να κάνεις κάτι άλλο για να εκδικηθείς την ατίμωση του Λεωνίδα. Να κόψεις το κεφάλι του Μαρδόνιου και να το στήσεις πάνω σ’ ένα κοντάρι, όπως έκανε και κείνος με το κεφάλι του νεκρού βασιλιά σας.
- Σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου Αιγινήτη, του απάντησε ήρεμος και περήφανος ο Παυσανίας. Ξέχασες όμως ότι τέτοιες πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να σέβονται τους νεκρούς και να μη τους ατιμάζουν, έστω και αν είναι οι χειρότεροι και πιο μισητοί εχθροί τους. Έτσι τελείωσε η μεγάλη και κρίσιμη αυτή μάχη. Στις Πλαταιές διαλύθηκε μαζί με το στρατό του Μαρδόνιου και το τελευταίο όνειρο του Ξέρξη να κυριεύσει την Ελλάδα!
(...)